ἁλτηρία

ἁλτηρία
ἁλτηρίᾱ , ἁλτηρία
use of
fem nom/voc/acc dual
ἁλτηρίᾱ , ἁλτηρία
use of
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἁλτηρίᾳ — ἁλτηρίᾱͅ , ἁλτηρία use of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλτήρια — η ἁλτήρια, τα (Α) [ἁλτήρ] μικροί αλτήρες …   Dictionary of Greek

  • αλτηρία — η ἁλτηρία, η (Α) [ἁλτήρ] η χρήση αλτήρων, το πήδημα με τους αλτήρες …   Dictionary of Greek

  • ἁλτηρίαν — ἁλτηρίᾱν , ἁλτηρία use of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλτήρας — Όργανο κατασκευασμένο από λίθο, μολύβι ή σίδερο. Το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές στην αρχαιότητα για την απόκτηση φόρας στο άλμα. Στην σημερινή εποχή α. είναι όργανο γυμναστικής των χεριών που αποτελείται από δύο βάρη, τα οποία συνδέονται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”